διασκίδνημι

διασκίδνημι
δια-σκίδνημι, 3 pl. διασκίδνᾶσι, aor. διεσκέδασε, opt. διασκεδάσειε: scatter, disperse; νῆα, ‘scatter in fragments,’ ‘shatter,’ Od. 7.275; fig., ἀγλαΐᾶς, ‘scatter to the winds,’ put an end to, Od. 17.244.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διασκιδναμένων — διασκίδνημι pres part mp fem gen pl διασκίδνημι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνᾶσι — διασκίδνημι pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) διασκίδνημι pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνᾶσιν — διασκίδνημι pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) διασκίδνημι pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάμενον — διασκίδνημι pres part mp masc acc sg διασκίδνημι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδναμένης — διασκίδνημι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδναμένους — διασκίδνημι pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάμενα — διασκίδνημι pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάμενοι — διασκίδνημι pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάμενος — διασκίδνημι pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάναι — διασκίδνημι pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκιδνάντας — διασκίδνημι pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”